Η χρυσή χήνα, ένα χιουμοριστικό παραμύθι των αδελφών Γκριμ, με επίκεντρο την γενναιοδωρία και την καλοσύνη
Ήταν κάποτε ένας άνδρας που είχε τρεις γιους, ο μικρότερος από τους οποίους λεγόταν Τομ αλλά τον φώναζαν Χαζούλη, τον περιγελούσαν, τον περιφρονούσαν και, σε κάθε περίπτωση, τον παραμελούσαν. Έτυχε μια μέρα ο μεγαλύτερος γιος να θελήσει να πάει στο δάσος για να κόψει ξύλα. Η μητέρα του, του έδωσε για μαζί του μια νόστιμη τηγανίτα και ένα φλασκί με κρασί, σε περίπτωση που πεινάσει ή διψάσει.
Όταν ο μεγάλος γιος μπήκε στο δάσος συνάντησε ένα μικροσκοπικό, ηλικιωμένο γκρίζο ανθρωπάκι που αφού τον καλωσόρισε του ζήτησε ένα κομμάτι από την τηγανίτα του και λίγο από το κρασί του, γιατί πεινούσε και διψούσε πολύ. Ο νέος αρνήθηκε λέγοντας ότι δεν έχει κάτι μαζί του, γύρισε την πλάτη στο ανθρωπάκι και έφυγε. Άρχισε έπειτα να κόβει ένα δέντρο, όμως με μία λάθος τσεκουριά το τσεκούρι τον χτύπησε στο χέρι. Υποχρεώθηκε έτσι να γυρίσει στο σπίτι του για να το δέσει. Το ατύχημα είχε προκύψει από το ηλικιωμένο γκρίζο ανθρωπάκι.
Αμέσως μετά, ο δεύτερος γιος πήγε στο δάσος και η μητέρα του έδωσε και σε αυτόν μία τηγανίτα και ένα φλασκί με κρασί. Συνάντησε και αυτός το μικροσκοπικό, ηλικιωμένο γκρίζο ανθρωπάκι που τον παρακάλεσε για λίγη τηγανίτα και μια γουλιά κρασί. Αυτός απάντησε ξεκάθαρα πως ότι του δώσει θα λείψει από τον ίδιο, του γύρισε την πλάτη και έφυγε. Τιμωρήθηκε όμως κι αυτός αφού μόλις ξεκίνησε να κόβει ένα δέντρο, το τσεκούρι του ξέφυγε από τα χέρια και τον τραυμάτισε στο πόδι τόσο σοβαρά ώστε έπρεπε να μεταφερθεί στο σπίτι.
Έπειτα ο Χαζούλης ζήτησε να πάει και αυτός μία φορά στο δάσος για ξύλα αλλά ο πατέρας του τον αποπήρε και του απάντησε πως αφού δεν τα κατάφεραν τα αδέλφια του αποκλείεται να τα κατάφερνε αυτός.
Όμως ο Χαζούλης παρακαλούσε τόσο πολύ ώστε τελικά ο πατέρας συμφώνησε και του είπε πως το πολύ-πολύ να μάθει κάτι από αυτή την εμπειρία. Η μητέρα του τού έδωσε μία μπαγιάτικη πίτα και ένα φλασκί με ξινισμένη μπίρα να έχει μαζί του. Όταν μπήκε στο δάσος το γκρίζο ανθρωπάκι ζήτησε ότι είχε ζητήσει και από τα αδέλφια του. Ο Χαζούλης το ενημέρωσε ότι είχε μοναχά μία άνοστη πίτα και ξινισμένη μπίρα αλλά αν ήθελε θα τα μοιραζόταν μαζί του. Καθώς έκατσαν λοιπόν να φάνε και να πιούνε, η μπαγιάτικη πίτα είχε γίνει μία πλούσια τηγανίτα και η ξινισμένη μπίρα ένα πολύ γευστικό κρασί.
Μετά το γεύμα το γκρίζο ανθρωπάκι είπε στον Χαζούλη ότι επειδή είναι καλόκαρδος και μοιράζεται πρόθυμα αυτά που έχει, θα του χαρίσει τύχη. Του έδειξε ένα δέντρο, του είπε να το κόψει και θα βρει κάτι στις ρίζες του και μετά αποχώρησε.
Ο Χαζούλης πήγε στο δέντρο και όταν το έκοψε είδε ανάμεσα στις ρίζες μία χήνα με χρυσά φτερά.
Τη σήκωσε και την πήρε μαζί του σε ένα πανδοχείο που σκόπευε να περάσει τη νύχτα. Ο πανδοχέας είχε τρεις κόρες που, όταν είδαν τη χήνα, ήταν περίεργες να μάθουν τι υπέροχο είδος πουλιού ήταν και λαχταρούσαν να πάρουν ένα από τα χρυσά της φτερά. Η μεγαλύτερη κόρη περίμενε πάει ο Χαζούλης για ύπνο και άρπαξε την ευκαιρία να πάρει ένα φτερό από τη χήνα. Το χέρι της όμως έμεινε κολλημένο επάνω. Την ίδια ιδέα είχαν και οι άλλες δύο κόρες του πανδοχέα, μόλις όμως πλησίασαν και άγγιξαν τη μεγαλύτερη, έμειναν κι αυτές κολλημένες εκεί. Και έτσι πέρασαν όλη τη νύχτα.
Μόλις ήρθε το πρωί, ο Χαζούλης πήρε τη χήνα κι έφυγε, αδιαφορώντας για τις τρεις κοπέλες που ήταν κολλημένες πάνω της κι έπρεπε να τρέχουν πίσω του προσπαθώντας να κρατήσουν την ισορροπία τους. Στη μέση ενός χωραφιού συνάντησαν έναν ιερέα ο οποίος τις μάλωσε που έτρεχαν πίσω από το νεαρό. Προσπάθησε να αρπάξει τη μία από το χέρι αλλά κόλλησε κι αυτός και άρχισε να τρέχει πίσω από τον Χαζούλη μαζί τους.
Λίγο αργότερα συναντήθηκαν στο δρόμο με το νεωκόρο της εκκλησίας ο οποίος, μόλις είδε τον ιερέα του φώναξε πως δεν έπρεπε να φύγει, είχαν μία ακόμη βάπτιση εκείνη την ημέρα. Αγγίζοντας όμως το ράσο του κόλλησε κι αυτός στην παράξενη παρέα. Έτσι και οι πέντε σκόνταφταν και ποδοπατούσαν ο ένας τον άλλο, όταν συνάντησαν δυο χωρικούς. Ο ιερέας τους φώναξε για βοήθεια, προσπαθώντας όμως να τους ξεκολλήσουν, κόλλησαν και οι ίδιοι.
Τώρα πια και οι επτά ακολουθούσαν τον Χαζούλη και τη χήνα.
Με τούτα και με κείνα, έφτασαν όλοι μαζί σε μια πόλη όπου βασίλευε ένας βασιλιάς του οποίου η μοναχοκόρη ήταν υπερβολικά σοβαρή και κανείς δεν κατάφερνε να την κάνει να γελάσει. Γι’ αυτό ο βασιλιάς είχε τάξει να την παντρέψει με όποιον θα το κατάφερνε. Μόλις ο Χαζούλης το έμαθε πήγε μπροστά στην κόρη του βασιλιά με όλη την κομπανία του και εκείνη, βλέποντας το θέαμα, άρχισε να γελάει χωρίς σταματημό.
Ο Χαζούλης είχε κερδίσει το δικαίωμα να την παντρευτεί αλλά ο βασιλιάς δεν τον συμπάθησε και άρχισε να βρίσκει ένα σωρό δικαιολογίες. Αρχικά, του είπε πως θα έπρεπε να του παρουσιάσει κάποιον που θα μπορούσε να πιει όλο το κρασί από το κελάρι μόνος του. Ο Χαζούλης σκέφτηκε να ζητήσει βοήθεια από το ηλικιωμένο γκρίζο ανθρωπάκι και τράβηξε για το δάσος. Στο σημείο που ήταν το δέντρο της χήνας βρήκε έναν άντρα να κάθεται έχοντας μία πολύ λυπημένη όψη. Τον ρώτησε τι του συμβαίνει και εκείνος απάντησε πως έχει μια τεράστια δίψα την οποία το νερό δεν μπορεί να ικανοποιήσει. Ήπιε ένα ολόκληρο βαρέλι κρασί αλλά του φάνηκε σαν μια σταγόνα. Τότε ο Χαζούλης του είπε ότι μπορεί να τον βοηθήσει και τον οδήγησε στο βασιλικό κελάρι. Ο άντρας κάθισε και ξεκίνησε να πίνει χωρίς σταματημό.
Σε μία μόλις μέρα είχε πιει όλο το κρασί από το κελάρι.
Ο Χαζούλης ζήτησε και πάλι να παντρευτεί την κοπέλα όμως ο βασιλιάς δεν άντεχε να την παντρέψει με έναν άθλιο τύπο που όλοι αποκαλούσαν με αυτό το παρατσούκλι. Έτσι του ζήτησε και πάλι να του πάει έναν άνθρωπό ο οποίος θα μπορούσε να φάει ένα βουνό ψωμί. Ο Χαζούλης έτρεξε και πάλι γρήγορα στο δάσος και βρήκε στο ίδιο μέρος έναν άντρα με αξιολύπητο πρόσωπο ο οποίος του είπε πως έχει φάει ένα ολόκληρο αρτοποιείο γεμάτο από ψωμάκια αλλά δεν χορταίνει με τίποτα. Αισθανόταν πως θα πεθάνει από την πείνα του. Ο Χαζούλης προθυμοποιήθηκε να τον βοηθήσει και τον οδήγησε μπροστά στον βασιλιά, ο οποίος είχε ζητήσει να του ετοιμάσουν ένα βουνό από ψωμί.
Ο άντρας έκατσε και ξεκίνησε να τρώει …σε μια μέρα δεν υπήρχε ούτε ψίχουλο.
Τότε ο Χαζούλης ξαναζήτησε να παντρευτεί την κοπέλα όμως ο βασιλιάς βρήκε κι άλλη δικαιολογία. Ζήτησε ένα πλοίο που θα μπορούσε να πλέει και στο νερό αλλά και στη στεριά. Αν ερχόταν στην αυλή με το καράβι θα μπορούσε να παντρευτεί την κόρη του.
Ο Χαζούλης ξαναγύρισε στο δάσος και συνάντησε το ηλικιωμένο γκρίζο ανθρωπάκι που του είπε πως επειδή του έδωσε να φάει και να πιει, επειδή υπήρξε τόσο καλός μαζί του, θα του έδινε και το καράβι. Όταν ο βασιλιάς τον είδε να επιστρέφει με αυτό κατάλαβε πως δεν μπορούσε πλέον να μην τον παντρέψει με την κόρη του.
Ο γάμος έγινε αμέσως και χρόνια μετά ο Χαζούλης κληρονόμησε το βασίλειο και έζησε πολύ ευτυχισμένος για χρόνια με τη σύζυγό του.
Αδελφοί Γκριμ
Διαβάστε εδώ περισσότερα παραμύθια
Ακολουθήστε μας στo Facebook, στο Instagram και στο Linkedin