Κάτω από τη μάσκα που φοράς, μία ιστορία για ένα μικρό κορίτσι που συνάντησε στο δρόμο της μία περίεργη μάσκα.
Μία φορά και έναν καιρό ζούσε ένα μικρό κορίτσι που το έλεγαν Άμα. Η Άμα προερχόταν από μία πολύ φτωχή οικογένεια και λόγω αυτού, στο σπίτι της υπήρχαν πολλοί καβγάδες. Οι γονείς της δε συζητούσαν παρά μόνο καβγάδιζαν, νύχτα – μέρα. Αδέλφια δεν είχε και έπρεπε να υπομένει μόνη της όλο αυτό το φοβερό περιβάλλον.
Κανείς δε νοιαζόταν για το φαγητό της, το ντύσιμό της, το διάβασμά της… παρατημένη μπροστά σε μία τηλεόραση ή σε έναν φτηνό υπολογιστή έβλεπε τη ζωή της να περνάει από μπροστά της.
Στο σχολείο τα παιδιά την κορόιδευαν και γελούσαν μαζί της και τις περισσότερες φορές δείχνοντας επιδεικτικά τα καινούργια τους πράγματα. Η Άμα δε μιλούσε και τα υπέμενε όλα σιωπηλά. Μέχρι που μία μέρα μίσησε τον εαυτό της. Θεώρησε πως εκείνη είχε το πρόβλημα και πως «φταίει» για τον τρόπο που της συμπεριφερόντουσαν οι άλλοι.
Η τυχαία συνάντηση με την κυρία με τις μάσκες.
Ένα χειμωνιάτικο μελαγχολικό πρωινό, τα παιδιά έπαιζαν στους δρόμους φορώντας τις ακριβές τους στολές και τα κουστούμια, ήταν Απόκριες. Η Άμα περπατούσε στο δρόμο, ανάμεσα στα τόσα χαρούμενα παιδία, λυπημένη. Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά της μία περίεργη γυναίκα που ήταν σαν να φορούσε πολλές μάσκες στο πρόσωπό της. Τα ρούχα της ήταν πολύχρωμα, αν και φαινόντουσαν ακριβά.
– Γιατί δεν είσαι ντυμένη εσύ; την ρώτησε η περίεργη γυναίκα.
– Δεν έχω όρεξη, απάντησε απρόθυμα η Άμα.
– Τι πάει να πει δεν έχεις όρεξη; Δε θέλεις να παίξεις με τους φίλους σου, να γελάσεις;
– Ωχ! Αφήστε με, είπε η Άμα και έκανε να φύγει όμως η περίεργη γυναίκα την τράβηξε από τον ώμο και της έδωσε μία όμορφη μάσκα.
– Αυτή είναι για εσένα. Φόρεσέ την και θα ανακαλύψεις ένα άλλο πρόσωπο κάτω από τη μάσκα που φοράς.
Πριν προλάβει να μιλήσει η Άμα, η γυναίκα εξαφανίστηκε σε ένα σύννεφο καπνού. Θεώρησε πως ίσως έβλεπε κάποιο όνειρο όμως στο χέρι της κρατούσε τη μάσκα που της έδωσε. Την κοίταξε προσεκτικά. Ω! Στα αλήθεια ήταν πολύ όμορφη και φαινόταν ακριβή. Με λευκά, χρυσά και μοβ χρώματα στην πρόσοψή της και διάφορα κεντημένα σχέδια. Την έφερε κοντά στο πρόσωπό της και της φάνηκε πως μύριζε λεβάντα.
Φόρεσε τη μάσκα και στην αρχή δεν αισθάνθηκε τίποτα, φορούσε απλά μία πανέμορφη μάσκα. Σίγα σιγά όμως αισθάνθηκε μία ενέργεια, μία θετική ενέργεια χαράς. Χωρίς λόγο άρχισε να χαμογελάει και σε λίγο, να γελάει. Το γέλιο της ήταν δυνατό και τράβηξε την προσοχή των άλλων παιδιών που την πλησίασαν, κοιτάζοντάς την με απορία.
– Μα γιατί γελάς; την ρώτησαν.
– Είμαι χαρούμενη, είμαι ευτυχισμένη, φώναζε εκείνη.
– Μα ποια είσαι κάτω από τη μάσκα που φοράς;
– Η Άμα, η συμμαθήτρια σας.
– Η Άμα; Αυτή χαζή; Και πού τη βρήκες εσύ τόσο ακριβή μάσκα; Την έκλεψες;
Εκείνη δεν απάντησε. Τότε τα παιδιά έκαναν μία βίαιη κίνηση για να της πάρουν τη μάσκα. Εκείνη τραβήχτηκε και συνέχισε να γελάει ακόμα πιο δυνατά. Τα τρία αγόρια την πλησίασαν επιθετικά και ήταν έτοιμα να την χτυπήσουν για να της πάρουν τη μάσκα. Τότε η μάσκα μεταμορφώθηκε σε ανθρωπόμορφο τέρας με κόκκινα μάτια και κοφτερά δόντια. Φοβήθηκαν και το έβαλαν στα πόδια, καλώντας για βοήθεια.
Η Άμα άρχισε να καταλαβαίνει τη δύναμη τη μάσκας.
Γύρισε σπίτι της, εξακολουθώντας να φοράει τη μάσκα, όπου οι γονείς της συνέχιζαν να καβγαδίζουν. Η Άμα τους πλησίασε, τους κοίταξε και τότε το ίδιο τέρας εμφανίστηκε αλλά αυτή τη φορά ούρλιαζε τόσο δυνατά που λίγο έλειψε να σπάσει τα τζάμια. Οι γονείς της τα έχασαν και πανικόβλητοι έτρεξαν να κρυφτούν.
– Ποιος είναι;
– Η κόρη σας, η Άμα. Αρκετά με τους καβγάδες, εδώ είναι το σπίτι μου και μέσα στο σπίτι μου θα μάθετε να με σέβεστε αλλιώς δεν είμαι σίγουρη αν θα μπορώ να ελέγξω το τέρας.
Οι γονείς της, από το φόβο αυτού του ανθρωπόμορφου τέρατος, σταμάτησαν να καβγαδίζουν και ειδικότερα, μπροστά στην Άμα. Η Άμα με τη βοήθεια της μάσκας κατάφερε να βάλει τάξη στο σπίτι και στο σχολείο της αλλά και το πιο σημαντικό, έμαθε να σέβεται τον εαυτό της. Με το πέρασμα του χρόνου, έβαλε τη μάσκα σε ένα όμορφο κουτί και την έκρυψε στην ντουλάπα της. Δεν τη χρειαζόταν πια!
Μετά από πολλά χρόνια, που η Άμα είχε πια μεγαλώσει, εμφανίστηκε και πάλι αυτή η περίεργη γυναίκα που της είχε χαρίσει τη μάσκα. Χάρηκε που την είδε και πρόσεξε, πως σε αντίθεση με εκείνη, η γυναίκα δεν είχε μεγαλώσει καθόλου.
– Σου άρεσε το δώρο μου;
– Ναι, πολύ. Σε ευχαριστώ, μου άλλαξες τη ζωή.
– Κατάλαβες ποιος ήταν το τέρας;
– Ναι, κατάλαβα. Εγώ ήμουν το τέρας που έπρεπε να το εμφανίσω για να κάνω τους άλλους να με σέβονται.
– Και τι έμαθες από αυτήν την ιστορία;
– Έμαθα πως όταν οι άλλοι μας φέρονται άσχημα, δεν είναι πρόβλημα δικό μας. Δεν κάνουμε κάπου λάθος ούτε έχουμε κάτι στραβό, το αντίθετο μάλιστα, εκείνοι έχουν το πρόβλημα. Πρέπει να μάθουμε να προστατεύουμε και να σεβόμαστε τον εαυτό μας, με τη βοήθεια μίας μάσκας ή χωρίς αυτήν.
Η Άμα και η περίεργη γυναίκα κοιτάχτηκαν βαθιά στα μάτια και δε συναντήθηκαν ποτέ ξανά.
Ακολουθήστε μας στo Facebook, στο Instagram και στο Linkedin