Τα κόκκινα παπούτσια, το κλασικό παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν που μας διδάσκει πόσο προσεκτικοί πρέπει να είμαστε με τις επιθυμίες μας.
Ζούσε κάποτε σε ένα χωριό ένα καλό και όμορφο κοριτσάκι αλλά τόσο φτωχό, που όλο το καλοκαίρι περπατούσε ξυπόλυτο και το χειμώνα φορούσε κάτι χοντροκομμένα ξύλινα παπούτσια που πλήγωναν τους αστραγάλους της. Στη μέση του χωριού ζούσε μία ηλικιωμένη υποδηματοποιός που μάζεψε κάποια κομμάτια παλιού κόκκινου υφάσματος και έφτιαξε ένα ζευγάρι κόκκινα παπουτσάκια για τη μικρή Κάρεν. Ήταν λίγο άχαρα αλλά φτιάχτηκαν καλοπροαίρετα.
Η πρώτη φορά που η Κάρεν φόρεσε τα καινούργια της κόκκινα παπούτσια ήταν την ημέρα που κηδεύτηκε η μητέρα της. Δεν ήταν κατάλληλα για πένθος αλλά δεν είχε άλλα, οπότε τα φόρεσε και περπάτησε ξεκάλτσωτη πίσω από το ψάθινο φέρετρο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή πέρασε μία άμαξα με μια μεγαλόσωμη ηλικιωμένη γυναίκα μέσα. Η γυναίκα κοίταξε το κοριτσάκι και το λυπήθηκε. Ζήτησε έτσι από τον ιερέα του χωριού να της δώσει το κοριτσάκι να το φροντίσει.
Η Κάρεν ήταν σίγουρη πως αυτό συνέβη επειδή φορούσε κόκκινα παπούτσια, όμως η ηλικιωμένη κυρία της είπε ότι ήταν φρικτά και διέταξε να τα κάψουν. Της αγόρασε τα κατάλληλα καινούργια ρούχα και παπούτσια, της έμαθε να διαβάζει και να ράβει. Οι άνθρωποι γύρω της έλεγαν πως είναι χαριτωμένη, ο καθρέφτης της όμως της έλεγε πως είναι κάτι παραπάνω από αυτό, είναι πολύ όμορφη.
Μία μέρα πέρασε από το χωριό η βασίλισσα, ταξιδεύοντας τη χώρα με τη μικρή της κόρη. Κόσμος πολύς μαζεύτηκε να τους δει να πηγαίνουν προς το κάστρο, το ίδιο έκανε και η Κάρεν. Η μικρή πριγκίπισσα, ντυμένη στα λευκά, πλησίασε στο παράθυρο της άμαξας για να αφήσει τον κόσμο να τη θαυμάσει. Δεν είχε ουρά στο φόρεμά της ούτε φορούσε χρυσή κορώνα, φορούσε όμως ένα ζευγάρι υπέροχα κόκκινα μαροκινά παπούτσια.
Ήταν φυσικά πολύ πιο όμορφα από αυτά που είχε φτιάξει κάποτε η ηλικιωμένη υποδηματοποιός για τη μικρή, αλλά δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο σαν ένα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια!
Όταν η Κάρεν μεγάλωσε λίγο και έπρεπε να πάει στην εκκλησία για το χρίσμα, της έφτιαξαν νέα ρούχα και έπρεπε να αγοράσει και καινούργια παπούτσια. Πήγαν στο μαγαζί ενός τσαγκάρη για να μετρήσει τα πέλματά της. Ανάμεσα στα εντυπωσιακά παπούτσια που είχε στο μαγαζί του υπήρχε και ένα ζευγάρι δερμάτινα κόκκινα παπούτσια, ακριβώς σαν αυτά που φορούσε η πριγκίπισσα. Ήταν φτιαγμένα, τους είπε, για την κόρη ενός κόμη αλλά δεν της ταίριαζαν καθόλου. Η ηλικιωμένη κυρία της τα αγόρασε αλλά καθώς δεν έβλεπε καλά δεν κατάλαβε πως ήταν κόκκινα, διαφορετικά δεν θα της τα αγόραζε ποτέ για την εκκλησία. Η Κάρεν όμως φυσικά και φόρεσε αυτά.
Κάθε μάτι στην εκκλησία ήταν στραμμένο στα πόδια της. Στην Κάρεν φαινόταν πως ακόμα και τα πορτραίτα στους τοίχους, ακόμα και ο ίδιος ο ιερέας, όλοι κοίταζαν τα παπούτσια της, και δεν την ένοιαζε τίποτα παρά μόνο αυτά. Πριν η μέρα τελειώσει, η ηλικιωμένη κυρία είχε ακούσει από τους πάντες στη ενορία για τα κόκκινα παπούτσια και είπε στην Κάρεν πως δεν ήταν σωστό να τα φορέσει στην εκκλησία. Στο μέλλον θα φορούσε πάντα τα μαύρα της κι ας ήταν πιο παλιά.
Την επόμενη Κυριακή πριν τον αγιασμό η Κάρεν κοίταζε τα παπούτσια της. Μία τα μαύρα, μία τα κόκκινα, τα οποία τελικά διάλεξε να φορέσει.
Ήταν μια όμορφη, ηλιόλουστη μέρα. Φτάνοντας στην εκκλησία συνάντησαν έναν ηλικιωμένο στρατιώτη που στηριζόταν σε ένα δεκανίκι και είχε μια μακριά, περίεργη κοκκινωπή γενειάδα. Υποκλίθηκε μπροστά στην ηλικιωμένη γυναίκα και τη ρώτησε αν μπορούσε να της ξεσκονίσει τα παπούτσια. Η Κάρεν άπλωσε κι αυτή το ποδαράκι της. «Τι όμορφα παπούτσια για χορό», της είπε ο στρατιώτης και χτυπώντας με το χέρι του την κάθε σόλα, της ευχήθηκε όταν χορεύει με αυτά, να μην μπορεί να σταματήσει.
Η ηλικιωμένη κυρία έδωσε μια δεκάρα στον στρατιώτη και μπήκαν στην εκκλησία. Και πάλι όλοι κοιτούσαν τα παπούτσια της και, ακόμα και τη στιγμή της μετάληψης, η Κάρεν δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο πέρα από αυτά. Όταν η εκκλησία τελείωσε και πήγαν προς την άμαξα, ο ίδιος στρατιώτης είπε και πάλι «Ω, τι όμορφα παπούτσια για χορό!». Η κοπέλα δεν μπόρεσε να αντισταθεί και άρχισε να κάνει κάποια χορευτικά βήματα. Μόλις ξεκίνησε ήταν λες και δεν μπορούσε να σταματήσει. Ο αμαξάς έπρεπε να τρέξει πίσω της και να την βάλει στην άμαξα σηκωτή. Τα πόδια της όμως συνέχισαν να χορεύουν μέχρι που έβγαλε τα παπούτσια της. Μόλις έφτασαν στο σπίτι τα έκρυψαν σε ένα ντουλάπι, όμως η Κάρεν εξακολουθούσε να πηγαίνει να τα κοιτάζει.
Λίγο καιρό αργότερα η ηλικιωμένη κυρία αρρώστησε βαριά και έλεγαν ότι δεν θα κατάφερνε να συνέλθει. Όλη τη φροντίδα της την είχε αναλάβει η Κάρεν. Ένας μεγάλος χορός θα γινόταν στην πόλη και η Κάρεν έλαβε πρόσκληση. Κοίταξε την ηλικιωμένη γυναίκα η οποία δεν θα ζούσε σε καμιά περίπτωση. Μετά κοίταξε τα παπούτσια της γιατί σκέφτηκε πως δεν ήταν κακό να τα κοιτάξει. Έπειτα τα φόρεσε γιατί ούτε αυτό ήταν κακό. Στη συνέχεια πήγε στο χορό και άρχισε να χορεύει. Τα πόδια της όμως δεν την υπάκουαν, χόρευαν όπως ήθελαν τα παπούτσια. Έφυγαν από την αίθουσα χορού και χόρευαν στις σκάλες, χόρευαν στην πύλη της πόλης, χόρευαν ασταμάτητα και την οδήγησαν κατευθείαν μέσα στο σκοτεινό δάσος.
Ξαφνικά μέσα από τα δέντρα ξεπρόβαλε ο στρατιώτης με την κόκκινη γενειάδα και της είπε και πάλι «Ω, τι όμορφα παπούτσια για χορό!». Η κοπέλα ήταν τρομερά φοβισμένη και προσπάθησε να βγάλει τα παπούτσια της. Έσκισε τις κάλτσες της αλλά τα παπούτσια δεν έβγαιναν με τίποτα. Συνέχισε να χορεύει όλη μέρα κι όλη νύχτα, με ήλιο και βροχή, σε χωράφια, κοιλάδες, ακόμα και νεκροταφεία. Όταν χόρεψε προς την ανοιχτή πόρτα της εκκλησίας, είδε να την φρουρεί ένας άγγελος με μακριά λευκά ιμάτια και φτερά που έφταναν μέχρι το έδαφος. Το πρόσωπό του ήταν σοβαρό και αυστηρό και στο χέρι του κρατούσε ένα φαρδύ, λαμπερό σπαθί.
«Χόρεψε», της είπε, «χόρεψε με τα κόκκινα παπούτσια σου μέχρι να χλομιάσεις και να κρυώνεις, μέχρι η σάρκα σου να συρρικνωθεί ως τον σκελετό. Χόρεψε από πόρτα σε πόρτα, και όπου υπάρχουν παιδιά ματαιόδοξα και ξιπασμένα χτύπα τους την πόρτα μέχρι να σε ακούσουν, να σε φοβούνται, χόρεψε!». «Λυπήσου με!», ούρλιαξε η Κάρεν αλλά δεν πήρε απάντηση. Τα παπούτσια της την παρέσυραν έξω από την πύλη, πάντα χορεύοντας.
Ένα πρωί χόρεψε έξω από μια πόρτα που γνώριζε καλά.
Ένα φέρετρο μεταφερόταν στολισμένο με λουλούδια. Τότε κατάλαβε ότι η ηλικιωμένη κυρία ήταν νεκρή. Είχε πια μείνει ολομόναχη στον κόσμο, καταραμένη. Συνέχισε να χορεύει, τα πόδια της είχαν ματώσει από τα αγκάθια. Χόρεψε στις ερημιές, μέχρι που έφτασε σε ένα μοναχικό, μικρό σπιτάκι. Ήξερε ότι εδώ ζούσε ο δήμιος και του χτύπησε με το χέρι το παράθυρο. «Βγες έξω», φώναξε η κοπέλα. «Μάλλον δεν ξέρεις ποιος είμαι», απάντησε αυτός. «Κόβω τα κεφάλια κακών ανθρώπων». «Μην μου κόψεις το κεφάλι γιατί δεν θα μπορώ να μετανοήσω. Χτύπα τα πόδια μου με αυτά τα κόκκινα παπούτσια», απάντησε η Κάρεν.
Ο δήμιος τη χτύπησε στα πόδια, τα οποία έφυγαν με τα κόκκινα παπούτσια πάνω τους, συνεχίζοντας να χορεύουν. Της έφτιαξε όμως ξύλινα ποδαράκια και ένα ζευγάρι πατερίτσες. Έκλαιγε και λυπόταν μια εβδομάδα, όταν όμως έφτασε η Κυριακή αποφάσισε να πάει στην εκκλησία. Φτάνοντας είδε μπροστά στην πόρτα τα πόδια της να χορεύουν με τα κόκκινα παπούτσια, φοβήθηκε και έφυγε. Πήγε στο σπίτι του πάστορα και ζήτησε δουλειά ως υπηρέτρια. Η σύζυγός του τη λυπήθηκε και της έδωσε δουλειά στο πρεσβυτέριο. Όταν τα παιδιά της έπιαναν την κουβέντα για φραμπαλάδες και στολίδια και της έλεγαν πως είναι όμορφη σαν βασίλισσα, κουνούσε απλώς το κεφάλι της.
Μία ηλιόλουστη μέρα ο άγγελος με τα λευκά φτερά εμφανίστηκε μπροστά της. Στα χέρια του δεν κρατούσε πια το κοφτερό σπαθί αλλά ένα κλαδί γεμάτο τριαντάφυλλα. Ακούμπησε με αυτό το ταβάνι και η κοπέλα μεταφέρθηκε ξαφνικά στην εκκλησία, καθισμένη δίπλα στην οικογένεια του πάστορα. Απαλή μουσική ηχούσε στον αέρα και το ζεστό, καθαρό φως του ήλιου περνούσε μέσα από το παράθυρο και έπεφτε πάνω στην Κάρεν. Η καρδιά της γέμισε τόσο πολύ με φως, χαρά και ειρήνη, που την ένιωσε να σπάει. Η ψυχή της ταξίδεψε στον ηλιόλουστο ουρανό και κανείς πια δεν την αμφισβήτησε για τα κόκκινα παπούτσια της.
Χανς Κρίστιαν Άντερσεν
Ακολουθήστε μας στo Facebook, στο Instagram και στο Linkedin